-
1 φρῑκ-ώδης
φρῑκ-ώδης, ες, 1) von rauher, unebener Art, τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende. – 2) schauerlich, schauderhaft; Eur. Hipp. 1202. 1216; ὄψις Ar. Ran. 1331; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von ἠπίαλος, Medic. – Uebh. mit δεινός vrbdn, Andoc. 1, 29; ἁγιώτατα ἔχει καὶ φρικωδέστατα Dem. 24, 74.
-
2 φρῑκώδης
φρῑκ-ώδης, ες, (1) von rauher, unebener Art; τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende; (2) schauerlich, schauderhaft; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von ἠπίαλος
См. также в других словарях:
φρικῶδες — φρῑκῶδες , φρικώδης attended with shivering masc/fem voc sg φρῑκῶδες , φρικώδης attended with shivering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπηχώ — έω, Α 1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι 3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ… … Dictionary of Greek
φρικώδης — ες / φρικώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φρίξ, φρικός] φρικαλέος, φρικτός αρχ. 1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.) 2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος 3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες α) ως ουσ. η τραχύτητα… … Dictionary of Greek